- καχεκτώ
- (ΑΜ καχεκτῶ, -έω) [καχέκτης]είμαι καχεκτικός, βρίσκομαι σε κακή σωματική κατάστασηαρχ.φρ. «καχεκτοῡντες ταῑς ψυχαῑς διὰ τὰς προειρημένας αἰτίας» — είναι δυσαρεστημένοι εξαιτίας τών λόγων που αναφέρθηκαν προηγουμένως.
Dictionary of Greek. 2013.